Το κόστος της ενεργειακής αναβάθμισης των κτηρίων

Το κόστος της ενεργειακής και περιβαλλοντικής αναβάθμισης των δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων της χώρας συμβατή με τα πρότυπα μιας σοβαρής ευρωπαϊκής χώρας αγγίζει με συντηρητικούς υπολογισμούς τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ.  Σε περίπτωση όπου τα υπάρχοντα κτήρια θα πρέπει σταδιακά να μετατραπούν κτήρια σε μηδενικής κατανάλωσης, απαιτούνται τουλάχιστον άλλα 70 δις έως το 2050. Ταυτόχρονα, οι απαιτούμενες επεμβάσεις στις μεγάλες πόλεις της χώρας ώστε να αντιμετωπιστεί η κλιματική υποβάθμιση και η παρατηρούμενη σοβαρή υπερθέρμανση, ξεπερνάει τα 50 δις ευρώ. Υπάρχει δηλαδή, οικονομικό αντικείμενο που ξεπερνά τα 250 δις ευρώ, ενώ οι σχετικές δραστηριότητες μπορούν να δημιουργήσουν στο σύνολό τους, άνω των 300 χιλιάδων θέσεων εργασίας.

Τα ποσά είναι γιγαντιαία και σε μία πρώτη ανάγνωση μη διαθέσιμα στην χώρα. Και όμως, μέρος του κεφαλαίου αυτού υπάρχει και μάλιστα άμεσα. Εφόσον προχωρήσει γρήγορα η εμπλοκή των εταιρειών ενεργειακών υπηρεσιών, (ESCO’s) για την αναβάθμιση κυρίως των δημόσιων κτηρίων, μεγάλες διεθνείς εταιρείες μπορούν άμεσα να επενδύσουν ένα κεφάλαιο άνω των 50 δις, μέσα στα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια. Ο λόγος είναι σχετικά απλός. Οι εταιρείες ενεργειακών υπηρεσιών κερδίζουν ανάλογα με την απόλυτη τιμή της εξοικονομούμενης ενέργειας για κάθε κτήριο, όπου γίνεται επένδυση. Τα ελληνικά κτήρια παρουσιάζουν τεράστια αρχική κατανάλωση και είναι δυνατός ο δραστικός περιορισμός της με σχετικά μικρές επενδύσεις. Στα ελληνικά κτήρια η κατανάλωση περιορίζεται δραστικά με απλό και φθηνό νοικοκύρεμα και όχι με επεμβάσεις εκσυγχρονισμού, που παρουσιάζουν μεγάλο κόστος. Κατά συνέπεια μια σχετικά μικρή επένδυση μπορεί να επιφέρει μεγάλα κέρδη. Τέτοια ευκαιρία δεν υπάρχει πουθενά στην Δυτική Ευρώπη, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των κτηρίων παρουσιάζει λογική κατανάλωση και το κόστος των επεμβάσεων που απαιτείται να πραγματοποιηθούν είναι πολύ μεγαλύτερο, ενώ η εξοικονόμηση σαν απόλυτη τιμή είναι πολύ μικρότερη. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι πολύ μεγάλες διεθνείς εταιρείες έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν στον χώρο. Είναι ενθαρρυντικό ότι η πολιτική ηγεσία δείχνει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο αντικείμενο και ολοκλήρωσε πολύ γρήγορα το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, ενώ προχωράει πολύ γρήγορα η πιλοτική αναβάθμιση πέντε μεγάλων κτηρίων του δημοσίου από αντίστοιχες εταιρείες ενεργειακών υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα με τα κτήρια του Δημοσίου τομέα, τα ιδιωτικά εμπορικά κτήρια μπορούν να επωφεληθούν από την δραστηριοποίηση των εταιρειών ενεργειακών υπηρεσιών και να μειώσουν δραματικά τα λειτουργικά έξοδα τους που σχετίζονται με την ενέργεια, να αναβαθμίσουν περιβαλλοντικά τον εσωτερικό τους χώρο και να αυξήσουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων σε αυτά, χωρίς να χρειαστεί να δαπανήσουν ιδία κεφάλαια ή να δανειστούν για τις σχετικές οικοδομικές εργασίες.

Ο χώρος της κατοικίας λόγω των προφανών ιδιαιτεροτήτων απαιτεί διαφορετική οικονομική και πολιτική αντιμετώπιση. Ο πολίτης διστάζει να επενδύσει πρώτον, διότι δεν διαθέτει το απαραίτητο κεφαλαίο και δεύτερον, διότι αποθαρρύνεται από την σημαντική ασάφεια και την έγκυρη πληροφόρηση που υφίσταται στην αγορά όσον αφορά το είδος των επεμβάσεων που πρέπει να επιλέξει καθώς και το κόστος αυτών. Ήταν λοιπόν απαραίτητη η δημιουργία ενός οικονομικού περιβάλλοντος όπου ο πολίτης αφενός θα πειστεί ότι είναι προς συμφέρον του να αναβαθμίσει τον χώρο του, όπου θα του προσφερθούν ειλικρινείς υπηρεσίες και συμβουλές ώστε να επιλέξει συστήματα και υλικά που θα του προσφέρουν μεγάλα ενεργειακά κέρδη με το μικρότερο δυνατό κόστος, όπου τα οικοδομικά και ενεργειακά προϊόντα που του προτείνονται είναι πιστοποιημένα και ελεγμένα ως προς την απόδοση τους, και όπου το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών είναι λογικό και σημαντικά μικρότερο από αυτό που του προσφέρεται σήμερα.

Ένα τέτοιο περιβάλλον επιχειρείται να δημιουργηθεί με το Εθνικό πρόγραμμα Εξοικονόμησης Ενέργειας ‘Χτίζοντας το Μέλλον’ που αφενός, προσφέρει την απαραίτητη πληροφόρηση στον πολίτη και αφετέρου ρυθμίζει τα χαρακτηριστικά της αγοράς ώστε να εξασφαλίζεται ο κάθε επενδυτής. Παράλληλα, αναπτύσσει ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον όπου μέσα από σημαντικές εθελοντικές συμφωνίες με τους κυριότερους εμπορικούς και βιομηχανικούς κλάδους της αγοράς που παρουσιάζουν σημαντική παραμένουσα αξία στην χώρα μειώνει σημαντικά το κόστος των ενεργειακών επεμβάσεων.

Ο κτηριακός τομέας παρουσιάζει ιδιαίτερα σημαντικά ενεργειακά και περιβαλλοντικά προβλήματα στη χώρα μας. Το απόλυτα απαραίτητο νοικοκύρεμα και ο εκσυγχρονισμός προσφέρει τεράστιες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Οι σχετικές πολιτικές έχουν ήδη σχεδιαστεί και απαιτείται πλέον πολύ δουλειά και προσπάθεια ώστε να αρχίσει η υλοποίηση και να φανούν τα πρώτα αποτελέσματα.

 


Πηγή: "Πράσινα κτήρια, μια ευκαιρία για ανάπτυξη" - Περιοδικό «ΤΑΣΕΙΣ», Ιανουάριος 2011. 

Υπογράφει: Ματθαίος Σανταμούρης, Καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόεδρος του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (2011)