Τα ελληνικά κτήρια παρουσιάζουν, ως προς τη θερμική προστασία του κελύφους τους, μία σειρά από χαρακτηριστικά προβλήματα, που μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
- Κτήρια καθόλου θερμομονωμένα, κατασκευασμένα πριν την εισαγωγή του Κανονισμού Θερμομόνωσης του 1979.
- Κτήρια πλημμελώς θερμομονωμένα, με ελλιπή θερμομόνωση, πχ σε στοιχεία σκυροδέματος, με επιλογή ακατάλληλων για τη συγκεκριμένη εφαρμογή υλικών ή τοποθέτηση μικρότερου πάχους υλικού από αυτό που επιβάλλει ο κανονισμός.
- Χρήση μη πιστοποιημένων υλικών, με αμφίβολα θερμοφυσικά χαρακτηριστικά.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα είναι σημαντικές και μπορούν να συνοψιστούν στις εξής:
- Οικονομική επιβάρυνση, ως απόρροια της υπερδιαστασιολόγησης του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και της αυξημένης κατανάλωσης ενέργειας.
- Μείωση αισθήματος θερμικής άνεσης λόγω των ψυχρών επιφανειών, αλλά και της ποιότητας του εσωτερικού αέρα, εξαιτίας προβλημάτων συμπύκνωσης υδρατμών στις ψυχρές επιφάνειες.
- Κίνδυνος πρόκλησης βλαβών στα δομικά στοιχεία, τόσο λόγω της υγρασίας όσο και λόγω των θερμικών συστολοδιαστολών.
- Περιβαλλοντική επιβάρυνση, ως απόρροια της αύξησης των εκπεμπόμενων ρύπων.
Το πρόβλημα επιτείνεται, καθώς οι ελληνικές κατασκευές έχουν, από την τυπολογία και τη μορφολογία τους, πολλές θερμογέφυρες: Μεγάλα μπαλκόνια, ύπαρξη Pilotis, πολλά ανοίγματα, συνάντηση οριζόντιων με κατακόρυφα στοιχεία, τοιχοποιία σε επαφή με στοιχεία σκυροδέματος κλπ.
Το έτος της κατασκευής των κτηρίων καθορίζει την ύπαρξη θερμομόνωσης και άρα και το επίπεδο της ενεργειακής τους κατανάλωσης.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή των ελληνικών οικοδομών – κτηρίων, που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 2000 σε όλη την επικράτεια, και από την επεξεργασία των σχετικών δεδομένων που συλλέχθηκαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος, προκύπτει ότι θεωρητικά, κι εφόσον οι μελέτες των κτηρίων είχαν όντως εφαρμοστεί στην πράξη, μόνο το 30% των κτηρίων διαθέτει θερμομόνωση . Συγκεκριμένα, μόνο αυτά που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1981-1985 και αντιπροσωπεύουν το 10,13% καθώς και αυτά που κατασκευάστηκαν από 1986 έως σήμερα: 18,31%, όπως και τα υπό κατασκευή: 1,44% των κτηρίων.
Το γεγονός ότι στο συνολικό κτηριακό απόθεμα, τα κτήρια που κατασκευάστηκαν πριν το 1979 αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία, συντελεί αποφασιστικά στην ιδιαίτερα αυξημένη κατανάλωση ενέργειας του κτηριακού τομέα.
Η ενέργεια στα ελληνικά νοικοκυριά δαπανάται κυρίως για θερμικές χρήσεις και συγκεκριμένα για θέρμανση των χωρών, (περίπου 59% του συνολικού φορτίου). Σε απόλυτες τιμές, η μέση κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση κυμαίνεται από 107 έως 130 kWh/m2/έτος. Τα επίπεδα αυτά είναι εξαιρετικά υψηλά, και σχεδόν αντιστοιχούν στην μέση θερμική κατανάλωση των κατοικιών στην Αυστρία.